Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαθροέω
διαθρυλέω
διαθρύπτω
διαιβολία
διαιθριάζω
δίαιθρος
δίαιμος
διαίνω
διαίρεσις
διαιρετέος
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διαΐσσω
διαϊστόω
διαισχύνομαι
δίαιτα
διαιτάω
διαίτημα
View word page
διαιρετικός
διαιρετικός διαιρετικός, ή, όν διαιρέω divisible, Plat.

ShortDef

divisible

Debugging

Headword:
διαιρετικός
Headword (normalized):
διαιρετικός
Headword (normalized/stripped):
διαιρετικος
IDX:
7772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7776
Key:
diairetiko/s

Data

{'content': 'διαιρετικός\n διαιρετικός, ή, όν\n διαιρέω\n divisible, Plat.', 'key': 'diairetiko/s'}