διαιρετέος
διαιρετέος
διαιρετέος, α, ον
verb. adj. of διαιρέω,
to be divided, Plat.
διαιρετέον, one must divide, Plat.
{
"content": "διαιρετέος\n διαιρετέος, α, ον\n verb. adj. of διαιρέω,\n to be divided, Plat.\n διαιρετέον, one must divide, Plat.",
"key": "diairete/os"
}