Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Αἰθιοπία
Αἰθιοπικός
Αἰθίοψ
αἶθος
αἴθουσα
αἶθοψ
αἰθρηγενής
αἴθρη
αἰθρία
αἰθριάω
αἰθριοκοιτέω
αἴθριος
αἶθρος
αἴθυια
αἰθυκτήρ
αἰθύσσω
αἴθων
αἴθω
αἰκάλλω
αἰκέλιος
ἀϊκή
View word page
αἰθριοκοιτέω
αἰθριοκοιτέω κοίτη to sleep in open air, Theocr.
ShortDef
to sleep in open air
Debugging
Headword:
αἰθριοκοιτέω
Headword (normalized):
αἰθριοκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
αιθριοκοιτεω
IDX:
774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n774
Key:
ai)qriokoite/w
Data
{'content': 'αἰθριοκοιτέω\n κοίτη\n to sleep in open air, Theocr.', 'key': 'ai)qriokoite/w'}