Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγχω
διάγω
διαγωγή
διαγωγικός
διαγωνίζομαι
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
View word page
διαγωνίζομαι
διαγωνίζομαι fut. Attic ιοῦμαι Dep. to contend, struggle or fight against, τινι and πρός τινα Xen. to fight desperately, contend earnestly, Thuc., Xen.

ShortDef

to contend, struggle

Debugging

Headword:
διαγωνίζομαι
Headword (normalized):
διαγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγωνιζομαι
IDX:
7709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7713
Key:
diagwni/zomai

Data

{'content': 'διαγωνίζομαι\n fut. Attic ιοῦμαι\n Dep. to contend, struggle or fight against, τινι and πρός τινα Xen.\n to fight desperately, contend earnestly, Thuc., Xen.', 'key': 'diagwni/zomai'}