Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγχω
διάγω
διαγωγή
διαγωγικός
διαγωνίζομαι
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
View word page
διαγωγικός
διαγωγικός from διᾰγωγή διαγωγικός, ή, όν of or for a passage: τέλος δ. a transit duty, Strab.
ShortDef
of or for a passage
Debugging
Headword:
διαγωγικός
Headword (normalized):
διαγωγικός
Headword (normalized/stripped):
διαγωγικος
IDX:
7708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7712
Key:
diagwgiko/s
Data
{'content': 'διαγωγικός\n from διᾰγωγή\n διαγωγικός, ή, όν\n of or for a passage: τέλος δ. a transit duty, Strab.', 'key': 'diagwgiko/s'}