Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέος
διαγνωστικός
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγχω
διάγω
διαγωγή
διαγωγικός
διαγωνίζομαι
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
View word page
διαγρυπνέω
διαγρυπνέω fut. ήσω to lie awake, Ar.
ShortDef
to lie awake
Debugging
Headword:
διαγρυπνέω
Headword (normalized):
διαγρυπνέω
Headword (normalized/stripped):
διαγρυπνεω
IDX:
7704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7708
Key:
diagrupne/w
Data
{'content': 'διαγρυπνέω\n fut. ήσω\n to lie awake, Ar.', 'key': 'diagrupne/w'}