Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαγνώμη
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέος
διαγνωστικός
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγχω
διάγω
διαγωγή
διαγωγικός
διαγωνίζομαι
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδέκτωρ
View word page
διαγριαίνω
διαγριαίνω strengthd. for ἀγριαίνω Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαγριαίνω
Headword (normalized):
διαγριαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαγριαινω
IDX:
7703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7707
Key:
diagriai/nw

Data

{'content': 'διαγριαίνω\n strengthd. for ἀγριαίνω Plut.', 'key': 'diagriai/nw'}