Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγλάφω
διάγλυπτος
διαγλύφω
διαγνώμη
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέος
διαγνωστικός
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγχω
διάγω
διαγωγή
View word page
διαγνωστικός
διαγνωστικός διαγνωστικός, ή, όν διαγιγνώσκω able to distinguish, Luc.

ShortDef

able to distinguish

Debugging

Headword:
διαγνωστικός
Headword (normalized):
διαγνωστικός
Headword (normalized/stripped):
διαγνωστικος
IDX:
7697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7701
Key:
diagnwstiko/s

Data

{'content': 'διαγνωστικός\n διαγνωστικός, ή, όν\n διαγιγνώσκω\n able to distinguish, Luc.', 'key': 'diagnwstiko/s'}