διαγνωστικός
διαγνωστικός
διαγνωστικός, ή, όν
διαγιγνώσκω
able to distinguish, Luc.
{
"content": "διαγνωστικός\n διαγνωστικός, ή, όν\n διαγιγνώσκω\n able to distinguish, Luc.",
"key": "diagnwstiko/s"
}