Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
View word page
ἀγακλυτός
ἀγακλυτός = ἀγακλειτός, cf. κτίζω Lat. inclytus, of men, Hom., Hes. of things, Od.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγακλυτός
Headword (normalized):
ἀγακλυτός
Headword (normalized/stripped):
αγακλυτος
IDX:
77
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n77
Key:
a)gakluto/s

Data

{'content': 'ἀγακλυτός\n = ἀγακλειτός,\n cf. κτίζω\n Lat. inclytus, of men, Hom., Hes.\n of things, Od.', 'key': 'a)gakluto/s'}