Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγλάφω
διάγλυπτος
διαγλύφω
διαγνώμη
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέος
διαγνωστικός
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγχω
View word page
διάγνωσις
διάγνωσις διάγνωσις, εως διαγιγνώσκω a distinguishing, discernment, Eur., Dem. power of discernment, Eur. a resolving, deciding, δ. ποιεῖσθαι to decide a matter, Thuc.; δ. περί τινος Dem.

ShortDef

a distinguishing, discernment

Debugging

Headword:
διάγνωσις
Headword (normalized):
διάγνωσις
Headword (normalized/stripped):
διαγνωσις
IDX:
7695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7699
Key:
dia/gnwsis

Data

{'content': 'διάγνωσις\n διάγνωσις, εως\n διαγιγνώσκω\n a distinguishing, discernment, Eur., Dem.\n power of discernment, Eur.\n a resolving, deciding, δ. ποιεῖσθαι to decide a matter, Thuc.; δ. περί τινος Dem.', 'key': 'dia/gnwsis'}