Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγλάφω
διάγλυπτος
διαγλύφω
διαγνώμη
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέος
διαγνωστικός
διαγογγύζω
διαγορεύω
View word page
διαγκυλίζομαι
διαγκυλίζομαι δι-αγκυλόομαι δι-αγκυλωμένος ἀγκύλη Dep. to hold a javelin by the thongPass., perf. part. pass. διηγκυλισμένος, of a man, ready to shoot, Xen.:—so (from δι-αγκυλόομαι) , διηγκυλωμένος Xen.

ShortDef

to hold a javelin by the thong

Debugging

Headword:
διαγκυλίζομαι
Headword (normalized):
διαγκυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγκυλιζομαι
IDX:
7689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7693
Key:
diagkuli/zomai

Data

{'content': 'διαγκυλίζομαι\n δι-αγκυλόομαι\n δι-αγκυλωμένος\n ἀγκύλη\n Dep. to hold a javelin by the thongPass., perf. part. pass. διηγκυλισμένος, of a man, ready to shoot, Xen.:—so (from δι-αγκυλόομαι) , διηγκυλωμένος Xen.', 'key': 'diagkuli/zomai'}