διαγκυλίζομαι
δι-αγκυλόομαι
δι-αγκυλωμένος
ἀγκύλη
Dep. to hold a javelin by the thongPass., perf. part. pass. διηγκυλισμένος, of a man, ready to shoot, Xen.:—so (from δι-αγκυλόομαι) , διηγκυλωμένος Xen.
{'content': 'διαγκυλίζομαι\n δι-αγκυλόομαι\n δι-αγκυλωμένος\n ἀγκύλη\n Dep. to hold a javelin by the thongPass., perf. part. pass. διηγκυλισμένος, of a man, ready to shoot, Xen.:—so (from δι-αγκυλόομαι) , διηγκυλωμένος Xen.', 'key': 'diagkuli/zomai'}