Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγλάφω
διάγλυπτος
διαγλύφω
διαγνώμη
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέος
διαγνωστικός
View word page
διαγίγνομαι
διαγίγνομαι Ionic -γίνομαι late -γίνομαι fut. -γενήσομαι Dep.:— to go through, pass, τόσαδε ἔτη Plat.; τὴν νύκτα Xen.: absol. to go through life, survive, live, Ar., etc.; c. part., διαγίγνεσθαι ἄρχων to continue in the government, Xen.; οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται he never did anything else, Xen. to be between, intervene, ap. Dem.

ShortDef

to go through, pass

Debugging

Headword:
διαγίγνομαι
Headword (normalized):
διαγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγιγνομαι
IDX:
7687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7691
Key:
diagi/gnomai

Data

{'content': 'διαγίγνομαι\n Ionic -γίνομαι\n late -γίνομαι\n fut. -γενήσομαι\n Dep.:— to go through, pass, τόσαδε ἔτη Plat.; τὴν νύκτα Xen.: absol. to go through life, survive, live, Ar., etc.; c. part., διαγίγνεσθαι ἄρχων to continue in the government, Xen.; οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται he never did anything else, Xen.\n to be between, intervene, ap. Dem.', 'key': 'diagi/gnomai'}