Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλίζομαι
View word page
διάβροχος
διάβροχος from διαβρέχω διάβροχος, ον very wet, moist, Eur.: ναῦς δ. ships with their timbers soaked and rotten, Thuc.:—metaph., ἔρωτι, μέθῃ δ. Luc.

ShortDef

very wet, moist

Debugging

Headword:
διάβροχος
Headword (normalized):
διάβροχος
Headword (normalized/stripped):
διαβροχος
IDX:
7679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7683
Key:
dia/broxos

Data

{'content': 'διάβροχος\n from διαβρέχω\n διάβροχος, ον\n very wet, moist, Eur.: ναῦς δ. ships with their timbers soaked and rotten, Thuc.:—metaph., ἔρωτι, μέθῃ δ. Luc.', 'key': 'dia/broxos'}