Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
View word page
διαβρέχω
διαβρέχω fut. ξω to wet through, soak, Aesch.

ShortDef

to wet through, soak

Debugging

Headword:
διαβρέχω
Headword (normalized):
διαβρέχω
Headword (normalized/stripped):
διαβρεχω
IDX:
7678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7682
Key:
diabre/xw

Data

{'content': 'διαβρέχω\n fut. ξω\n to wet through, soak, Aesch.', 'key': 'diabre/xw'}