Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
View word page
διαβούλιον
διαβούλιον διαβούλιον, ου, τό, counsel, deliberation, Polyb.
ShortDef
counsel, deliberation
Debugging
Headword:
διαβούλιον
Headword (normalized):
διαβούλιον
Headword (normalized/stripped):
διαβουλιον
IDX:
7677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7681
Key:
diabou/lion
Data
{'content': 'διαβούλιον\n διαβούλιον, ου, τό,\n counsel, deliberation, Polyb.', 'key': 'diabou/lion'}