Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
View word page
διαβουκολέω
διαβουκολέω fut. ήσω to cheat with false hopes, Luc.
ShortDef
to cheat with false hopes
Debugging
Headword:
διαβουκολέω
Headword (normalized):
διαβουκολέω
Headword (normalized/stripped):
διαβουκολεω
IDX:
7675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7679
Key:
diaboukole/w
Data
{'content': 'διαβουκολέω\n fut. ήσω\n to cheat with false hopes, Luc.', 'key': 'diaboukole/w'}