Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
View word page
διαβόρος
διαβόρος διαβόρος, ον διαβιβρώσκω eating through, devouring, Soph. proparox. διάβορος, ον, pass. eaten through, consumed, Soph.
ShortDef
eating through, devouring
Debugging
Headword:
διαβόρος
Headword (normalized):
διαβόρος
Headword (normalized/stripped):
διαβορος
IDX:
7674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7678
Key:
diabo/ros
Data
{'content': 'διαβόρος\n διαβόρος, ον\n διαβιβρώσκω\n eating through, devouring, Soph.\n proparox. διάβορος, ον, pass. eaten through, consumed, Soph.', 'key': 'diabo/ros'}