Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
View word page
διάβολος
διάβολος διάβολος, ον slanderous, backbiting, Sup.; διαβολώτατος Ar. as Subst. a slanderer, Arist.: the slanderer, the Devil, NTest. adv. -λως, injuriously, invidiously, Thuc.

ShortDef

slanderous, backbiting

Debugging

Headword:
διάβολος
Headword (normalized):
διάβολος
Headword (normalized/stripped):
διαβολος
IDX:
7673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7677
Key:
dia/bolos

Data

{'content': 'διάβολος\n διάβολος, ον\n slanderous, backbiting, Sup.; διαβολώτατος Ar.\n as Subst. a slanderer, Arist.: the slanderer, the Devil, NTest.\n adv. -λως, injuriously, invidiously, Thuc.', 'key': 'dia/bolos'}