Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
View word page
διαβολία
διαβολία διαβολία, ἡ, = διαβολή, Theogn., Pind.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαβολία
Headword (normalized):
διαβολία
Headword (normalized/stripped):
διαβολια
IDX:
7672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7676
Key:
diaboli/a
Data
{'content': 'διαβολία\n διαβολία, ἡ,\n = διαβολή, Theogn., Pind.', 'key': 'diaboli/a'}