Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
διαγαληνίζω
View word page
διαβολή
διαβολή διαβολή, ἡ, διαβάλλω false accusation, slander, calumny, ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Hdt.; διαβολὰς ἐνδέχεσθαι to give ear to false accusations, Hdt.; ἐμὴ δ. the slanders against me, Plat. a quarrel, enmity, Thuc.
ShortDef
false accusation, slander, calumny
Debugging
Headword:
διαβολή
Headword (normalized):
διαβολή
Headword (normalized/stripped):
διαβολη
IDX:
7671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7675
Key:
diabolh/
Data
{'content': 'διαβολή\n διαβολή, ἡ,\n διαβάλλω\n false accusation, slander, calumny, ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Hdt.; διαβολὰς ἐνδέχεσθαι to give ear to false accusations, Hdt.; ἐμὴ δ. the slanders against me, Plat.\n a quarrel, enmity, Thuc.', 'key': 'diabolh/'}