Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
διάβροχος
διαβυνέω
View word page
διαβόητος
διαβόητος from διαβοάω διαβόητος, ον noised abroad, famous, Plut.

ShortDef

noised abroad, famous

Debugging

Headword:
διαβόητος
Headword (normalized):
διαβόητος
Headword (normalized/stripped):
διαβοητος
IDX:
7670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7674
Key:
diabo/htos

Data

{'content': 'διαβόητος\n from διαβοάω\n διαβόητος, ον\n noised abroad, famous, Plut.', 'key': 'diabo/htos'}