Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβρέχω
View word page
διαβλέπω
διαβλέπω fut. ψω to look straight before one, Plat.

ShortDef

to look straight before one

Debugging

Headword:
διαβλέπω
Headword (normalized):
διαβλέπω
Headword (normalized/stripped):
διαβλεπω
IDX:
7668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7672
Key:
diable/pw

Data

{'content': 'διαβλέπω\n fut. ψω\n to look straight before one, Plat.', 'key': 'diable/pw'}