Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
View word page
διαβιόω
διαβιόω fut. ώσομαι aor2 -εβίων inf. -βιῶναι to live through, pass, χρόνον, βίον Plat., etc.:—absol. to spend oneʼs whole life, Plat., Xen.

ShortDef

to live through, pass

Debugging

Headword:
διαβιόω
Headword (normalized):
διαβιόω
Headword (normalized/stripped):
διαβιοω
IDX:
7667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7671
Key:
diabio/w

Data

{'content': 'διαβιόω\n fut. ώσομαι\n aor2 -εβίων\n inf. -βιῶναι\n to live through, pass, χρόνον, βίον Plat., etc.:—absol. to spend oneʼs whole life, Plat., Xen.', 'key': 'diabio/w'}