Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
διαβουκολέω
διαβουλεύω
View word page
διαβιβρώσκω
διαβιβρώσκω fut. -βρώσομαι perf. pass. -βέβρωμαι to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc.
ShortDef
to eat up
Debugging
Headword:
διαβιβρώσκω
Headword (normalized):
διαβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
διαβιβρωσκω
IDX:
7666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7670
Key:
diabibrw/skw
Data
{'content': 'διαβιβρώσκω\n fut. -βρώσομαι\n perf. pass. -βέβρωμαι\n to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc.', 'key': 'diabibrw/skw'}