Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διάβολος
διαβόρος
View word page
διαβιάζομαι
διαβιάζομαι strengthd. for βιάζομαι Eur.
ShortDef
use force; force through, penetrate
Debugging
Headword:
διαβιάζομαι
Headword (normalized):
διαβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβιαζομαι
IDX:
7664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7668
Key:
diabia/zomai
Data
{'content': 'διαβιάζομαι\n strengthd. for βιάζομαι Eur.', 'key': 'diabia/zomai'}