Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαβάθρα
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
View word page
διαβεβαιόω
διαβεβαιόω Usu. mid. διαβεβαιόομαι, to maintain strongly, Dem.

ShortDef

confirm

Debugging

Headword:
διαβεβαιόω
Headword (normalized):
διαβεβαιόω
Headword (normalized/stripped):
διαβεβαιοω
IDX:
7662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7666
Key:
diabebaio/omai

Data

{'content': 'διαβεβαιόω\n Usu. mid. διαβεβαιόομαι, to maintain strongly, Dem.', 'key': 'diabebaio/omai'}