Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δήω
διαβάθρα
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
View word page
διαβατός
διαβατός verb. adj. of διαβαίνω, to be crossed or passed, fordable, Hdt., etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt.

ShortDef

to be crossed

Debugging

Headword:
διαβατός
Headword (normalized):
διαβατός
Headword (normalized/stripped):
διαβατος
IDX:
7661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7665
Key:
diabato/s

Data

{'content': 'διαβατός\n verb. adj. of διαβαίνω,\n to be crossed or passed, fordable, Hdt., etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt.', 'key': 'diabato/s'}