Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δηξίθυμος
δῆξις
δή
δήποθεν
δήποτε
δήπουθεν
δήπου
δηριάομαι
δῆρις
δηρίφατος
δηρόβιος
δηρός
δῆτα
Δηῷος
Δηώ
δήω
διαβάθρα
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβασις
View word page
δηρόβιος
δηρόβιος from δηρός long-lived, Aesch.
ShortDef
long-lived
Debugging
Headword:
δηρόβιος
Headword (normalized):
δηρόβιος
Headword (normalized/stripped):
δηροβιος
IDX:
7646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7650
Key:
dhro/bios
Data
{'content': 'δηρόβιος\n from δηρός\n long-lived, Aesch.', 'key': 'dhro/bios'}