Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δηνάριον
δήνεα
δήν
δηξίθυμος
δῆξις
δή
δήποθεν
δήποτε
δήπουθεν
δήπου
δηριάομαι
δῆρις
δηρίφατος
δηρόβιος
δηρός
δῆτα
Δηῷος
Δηώ
δήω
διαβάθρα
διαβαίνω
View word page
δηριάομαι
δηριάομαι from δῆρις to contend, wrangle, Hom.
ShortDef
to contend, wrangle
Debugging
Headword:
δηριάομαι
Headword (normalized):
δηριάομαι
Headword (normalized/stripped):
δηριαομαι
IDX:
7643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7647
Key:
dhria/omai
Data
{'content': 'δηριάομαι\n from δῆρις\n to contend, wrangle, Hom.', 'key': 'dhria/omai'}