Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημός
δῆμος
δημοτελής
δημότερος
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
δήμωμα
δημωφελής
δηναιός
δηνάριον
δήνεα
δήν
δηξίθυμος
δῆξις
δή
δήποθεν
δήποτε
View word page
δήμωμα
δήμωμα δημόομαι a popular pastime, χαρίτων δαμώματα odes for public performance, Stesich, ap. Ar.

ShortDef

a popular pastime

Debugging

Headword:
δήμωμα
Headword (normalized):
δήμωμα
Headword (normalized/stripped):
δημωμα
IDX:
7630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7634
Key:
dh/mwma

Data

{'content': 'δήμωμα\n δημόομαι\n a popular pastime, χαρίτων δαμώματα odes for public performance, Stesich, ap. Ar.', 'key': 'dh/mwma'}