Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημός
δῆμος
δημοτελής
δημότερος
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
δήμωμα
δημωφελής
δηναιός
δηνάριον
View word page
δημότερος
δημότερος = δημόσιος common, vulgar, Anth.
ShortDef
common, vulgar
Debugging
Headword:
δημότερος
Headword (normalized):
δημότερος
Headword (normalized/stripped):
δημοτερος
IDX:
7623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7627
Key:
dhmo/teros
Data
{'content': 'δημότερος\n = δημόσιος\n common, vulgar, Anth.', 'key': 'dhmo/teros'}