Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημός
δῆμος
δημοτελής
δημότερος
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
View word page
δημοσιώνης
δημοσιώνης ὠνέομαι a farmer of the revenue, Lat. publicanus, Strab.

ShortDef

a farmer of the revenue

Debugging

Headword:
δημοσιώνης
Headword (normalized):
δημοσιώνης
Headword (normalized/stripped):
δημοσιωνης
IDX:
7619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7623
Key:
dhmosiw/nhs

Data

{'content': 'δημοσιώνης\n ὠνέομαι\n a farmer of the revenue, Lat. publicanus, Strab.', 'key': 'dhmosiw/nhs'}