Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημός
δῆμος
δημοτελής
δημότερος
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
View word page
δημοσιόω
δημοσιόω to confiscate, like δημοσιεύω, Thuc. Pass. to be published, Plat.
ShortDef
to confiscate
Debugging
Headword:
δημοσιόω
Headword (normalized):
δημοσιόω
Headword (normalized/stripped):
δημοσιοω
IDX:
7618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7622
Key:
dhmosio/w
Data
{'content': 'δημοσιόω\n to confiscate, like δημοσιεύω, Thuc.\n Pass. to be published, Plat.', 'key': 'dhmosio/w'}