Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημός
δῆμος
δημοτελής
δημότερος
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
View word page
δημοσιεύω
δημοσιεύω from δημόσιος to confiscate, like δημεύω, Xen.: Pass., τὰ δεδημοσιευμένα popular sayings, Arist. intr. to be in the public service, of physicians, Ar., Plat.: generally, to be a public man, opp. to ἰδιωτεύω, Plat.

ShortDef

to confiscate

Debugging

Headword:
δημοσιεύω
Headword (normalized):
δημοσιεύω
Headword (normalized/stripped):
δημοσιευω
IDX:
7616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7620
Key:
dhmosieu/w

Data

{'content': 'δημοσιεύω\n from δημόσιος\n to confiscate, like δημεύω, Xen.: Pass., τὰ δεδημοσιευμένα popular sayings, Arist.\n intr. to be in the public service, of physicians, Ar., Plat.: generally, to be a public man, opp. to ἰδιωτεύω, Plat.', 'key': 'dhmosieu/w'}