Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημοκοπικός
δημοκόπος
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημός
δῆμος
δημοτελής
View word page
δημοποίητος
δημοποίητος made a citizen, not one by birth, Plut.

ShortDef

made a citizen

Debugging

Headword:
δημοποίητος
Headword (normalized):
δημοποίητος
Headword (normalized/stripped):
δημοποιητος
IDX:
7612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7616
Key:
dhmopoi/htos

Data

{'content': 'δημοποίητος\n made a citizen, not one by birth, Plut.', 'key': 'dhmopoi/htos'}