Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκοπικός
δημοκόπος
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημός
View word page
δημόομαι
δημόομαι δῆμος Pass. to talk popularly, Pind., Plat.
ShortDef
to talk popularly
Debugging
Headword:
δημόομαι
Headword (normalized):
δημόομαι
Headword (normalized/stripped):
δημοομαι
IDX:
7610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7614
Key:
dhmo/omai
Data
{'content': 'δημόομαι\n δῆμος\n Pass. to talk popularly, Pind., Plat.', 'key': 'dhmo/omai'}