Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημοκηδής
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκοπικός
δημοκόπος
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοσιώνης
View word page
δημολογέω
δημολογέω = δημόομαι, Anth. λέγω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημολογέω
Headword (normalized):
δημολογέω
Headword (normalized/stripped):
δημολογεω
IDX:
7609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7613
Key:
dhmologe/w

Data

{'content': 'δημολογέω\n = δημόομαι, Anth.\n λέγω', 'key': 'dhmologe/w'}