Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημόθροος
δημοκηδής
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκοπικός
δημοκόπος
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
View word page
δημόλευστος
δημόλευστος λεύω publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.

ShortDef

publicly stoned

Debugging

Headword:
δημόλευστος
Headword (normalized):
δημόλευστος
Headword (normalized/stripped):
δημολευστος
IDX:
7608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7612
Key:
dhmo/leustos

Data

{'content': 'δημόλευστος\n λεύω\n publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.', 'key': 'dhmo/leustos'}