Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημογέρων
δημόθεν
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκηδής
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκοπικός
δημοκόπος
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
View word page
δημοκρατέομαι
δημοκρατέομαι δῆμος, κρατέω Pass. to have a democratical constitution, live in a democracy, Hdt., Ar., Thuc.

ShortDef

to have a democratical constitution, live in a democracy

Debugging

Headword:
δημοκρατέομαι
Headword (normalized):
δημοκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
δημοκρατεομαι
IDX:
7605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7609
Key:
dhmokrate/omai

Data

{'content': 'δημοκρατέομαι\n δῆμος, κρατέω\n Pass. to have a democratical constitution, live in a democracy, Hdt., Ar., Thuc.', 'key': 'dhmokrate/omai'}