Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκηδής
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκοπικός
δημοκόπος
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατικός
δημόλευστος
δημολογέω
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημορριφής
View word page
δημοκόπος
δημοκόπος a demagogue.

ShortDef

a demagogue

Debugging

Headword:
δημοκόπος
Headword (normalized):
δημοκόπος
Headword (normalized/stripped):
δημοκοπος
IDX:
7603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7607
Key:
dhmoko/pos

Data

{'content': 'δημοκόπος\n a demagogue.', 'key': 'dhmoko/pos'}