Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰένυπνος
αἰζήϊος
αἰζηός
αἴητος
αἰθάλη
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἴθε
αἰθερεμβατέω
αἰθέριος
αἰθεροδρόμος
αἰθήρ
Αἰθιοπία
Αἰθιοπικός
Αἰθίοψ
αἶθος
αἴθουσα
αἶθοψ
αἰθρηγενής
View word page
αἰθερεμβατέω
αἰθερεμβατέω ἐμβαίνω to walk in ether, Anth.

ShortDef

to walk in ether

Debugging

Headword:
αἰθερεμβατέω
Headword (normalized):
αἰθερεμβατέω
Headword (normalized/stripped):
αιθερεμβατεω
IDX:
760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n760
Key:
ai)qerembate/w

Data

{'content': 'αἰθερεμβατέω\n ἐμβαίνω\n to walk in ether, Anth.', 'key': 'ai)qerembate/w'}