Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
View word page
ἀγακλειτός
ἀγακλειτός = ἀγακλεής, Hom., etc. of things, ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη Od.

ShortDef

highly renowned, famous

Debugging

Headword:
ἀγακλειτός
Headword (normalized):
ἀγακλειτός
Headword (normalized/stripped):
αγακλειτος
IDX:
76
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n76
Key:
a)gakleito/s

Data

{'content': 'ἀγακλειτός\n = ἀγακλεής, Hom., etc.\n of things, ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη Od.', 'key': 'a)gakleito/s'}