Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
Δημήτηρ
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργία
δημιουργικός
δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκηδής
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
View word page
δημιουργία
δημιουργία a making, creating, Plat. workmanship, handicraft, Plat.; δ. τῶν τεχνῶν practising them, Plat..
ShortDef
a making, creating
Debugging
Headword:
δημιουργία
Headword (normalized):
δημιουργία
Headword (normalized/stripped):
δημιουργια
IDX:
7591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7595
Key:
dhmiourgi/a
Data
{'content': 'δημιουργία\n a making, creating, Plat.\n workmanship, handicraft, Plat.; δ. τῶν τεχνῶν practising them, Plat..', 'key': 'dhmiourgi/a'}