Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
Δημήτηρ
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργία
δημιουργικός
δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκηδής
δημοκόλαξ
View word page
δημιουργέω
δημιουργέω δημιουργός to practise a trade, do work, Plat. c. acc. rei, to work at, fabricate, Plat. to be one of the δημιουργοί (II), Plat.

ShortDef

to practise a trade, do work

Debugging

Headword:
δημιουργέω
Headword (normalized):
δημιουργέω
Headword (normalized/stripped):
δημιουργεω
IDX:
7590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7594
Key:
dhmiourge/w

Data

{'content': 'δημιουργέω\n δημιουργός\n to practise a trade, do work, Plat.\n c. acc. rei, to work at, fabricate, Plat.\n to be one of the δημιουργοί (II), Plat.', 'key': 'dhmiourge/w'}