Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δημαρχέω
δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
Δημήτηρ
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργία
δημιουργικός
δημιουργός
View word page
δημηγόρος
δημηγόρος ἀγορεύω a popular orator, mostly in a bad sense, Plat.:— τιμαὶ δ. a speakerʼs honours, Eur.
ShortDef
a popular orator
Debugging
Headword:
δημηγόρος
Headword (normalized):
δημηγόρος
Headword (normalized/stripped):
δημηγορος
IDX:
7583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7587
Key:
dhmhgo/ros
Data
{'content': 'δημηγόρος\n ἀγορεύω\n a popular orator, mostly in a bad sense, Plat.:— τιμαὶ δ. a speakerʼs honours, Eur.', 'key': 'dhmhgo/ros'}