Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δημαγωγός
δημακίδιον
δημάρατος
δημαρχέω
δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
Δημήτηρ
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργέω
View word page
δημηγορέω
δημηγορέω δημηγόρος to speak in the assembly, Lat. concionari, Ar., etc.: Pass., τὰ δεδημηγορημένα public speeches, Dem. to make popular speeches, to speak rhetorically, use clap-trap, Plat., etc.

ShortDef

to speak in the assembly

Debugging

Headword:
δημηγορέω
Headword (normalized):
δημηγορέω
Headword (normalized/stripped):
δημηγορεω
IDX:
7580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7584
Key:
dhmhgore/w

Data

{'content': 'δημηγορέω\n δημηγόρος\n to speak in the assembly, Lat. concionari, Ar., etc.: Pass., τὰ δεδημηγορημένα public speeches, Dem.\n to make popular speeches, to speak rhetorically, use clap-trap, Plat., etc.', 'key': 'dhmhgore/w'}