Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δηλογενής
δηλονότι
δηλοποιέω
δῆλος
Δῆλος
δηλόω
δήλωσις
δημαγωγέω
δημαγωγία
δημαγωγικός
δημαγωγός
δημακίδιον
δημάρατος
δημαρχέω
δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
View word page
δημαγωγός
δημαγωγός a popular leader, of Pericles, Isocr.: commonly in bad sense, a leader of the mob, a demagogue, such as Cleon, Thuc., Xen.

ShortDef

a popular leader

Debugging

Headword:
δημαγωγός
Headword (normalized):
δημαγωγός
Headword (normalized/stripped):
δημαγωγος
IDX:
7570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7574
Key:
dhmagwgo/s

Data

{'content': 'δημαγωγός\n a popular leader, of Pericles, Isocr.: commonly in bad sense, a leader of the mob, a demagogue, such as Cleon, Thuc., Xen.', 'key': 'dhmagwgo/s'}