Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δηϊάλωτος
Δηιάνειρα
δηϊοτής
δηϊόω
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
Δηλιάς
Δήλιος
Δηλογενής
δηλονότι
δηλοποιέω
δῆλος
Δῆλος
δηλόω
View word page
δηλήμων
δηλήμων from δηλέομαι baneful, noxious, βροτῶν δηλήμονα baneful to them, Od.; ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες doing men no hurt, Hdt.
ShortDef
baneful, noxious
Debugging
Headword:
δηλήμων
Headword (normalized):
δηλήμων
Headword (normalized/stripped):
δηλημων
IDX:
7555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7559
Key:
dhlh/mwn
Data
{'content': 'δηλήμων\n from δηλέομαι\n baneful, noxious, βροτῶν δηλήμονα baneful to them, Od.; ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες doing men no hurt, Hdt.', 'key': 'dhlh/mwn'}