Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δηθύνω
δηϊάλωτος
Δηιάνειρα
δηϊοτής
δηϊόω
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
Δηλιάς
Δήλιος
Δηλογενής
δηλονότι
δηλοποιέω
δῆλος
Δῆλος
View word page
δήλημα
δήλημα from δηλέομαι a mischief, bane, Od., Soph.
ShortDef
a mischief, bane
Debugging
Headword:
δήλημα
Headword (normalized):
δήλημα
Headword (normalized/stripped):
δηλημα
IDX:
7554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7558
Key:
dh/lhma
Data
{'content': 'δήλημα\n from δηλέομαι\n a mischief, bane, Od., Soph.', 'key': 'dh/lhma'}