Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέω
δῆγμα
δηγμός
δηθά
δῆθεν
δηθύνω
δηϊάλωτος
Δηιάνειρα
δηϊοτής
δηϊόω
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
Δηλιάς
Δήλιος
View word page
δηκτήριος
δηκτήριος δάκνω biting, torturing, c. gen., Eur.

ShortDef

biting, torturing

Debugging

Headword:
δηκτήριος
Headword (normalized):
δηκτήριος
Headword (normalized/stripped):
δηκτηριος
IDX:
7549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7553
Key:
dhkth/rios

Data

{'content': 'δηκτήριος\n δάκνω\n biting, torturing, c. gen., Eur.', 'key': 'dhkth/rios'}